- ελελίχθων
- ἐλελίχθων, ο (Α)1. αυτός που σείει τη γη2. επίθ. τού Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και τού Βάκχου τού οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλελίχθων — earth shaking masc/fem nom sg ἐλελίζω 1 whirl round perf imperat mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλελίχθονα — ἐλελίχθων earth shaking neut nom/voc/acc pl ἐλελίχθων earth shaking masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλελίχθονος — ἐλελίχθων earth shaking gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek